χορτοβολών

χορτοβολών
χορτο-βολών, ῶνος, ὁ, u. χορτό-βολον, τό, Ort, wohin man Gras, Heu wirst, Futter-, Heuboden

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χορτοβολώνας — ο / χορτοβολών, ῶνος, ΝΜΑ αποθήκη ξερού χόρτου, χορταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θ. βολ τού βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. ών (πρβλ. σιτο βολών)] …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”